Παθήσεις των βλεφάρων και του οφθαλμού σχετιζόμενες με την άπνοια ύπνου: Τι πρέπει να γνωρίζετε;
Η άπνοια ύπνου (sleep apnoea) είναι μια σοβαρή διαταραχή του ύπνου που προκαλεί σύντομες διακοπές της αναπνοής. Με άλλα λόγια, όταν κάποιος κοιμάται, ξαφνικά σταματά να αναπνέει και σε μερικά δευτερόλεπτα η αναπνοή επανέρχεται. Αυτή η παθολογική κατάσταση αφορά το 8% των ανδρών ηλικίας 40-60 ετών και το 2% των γυναικών. Οι κίνδυνοι από το σύνδρομο άπνοιας ύπνου είναι σοβαροί, καθώς μπορεί να προκαλέσει καρδιαγγειακά νοσήματα, πονοκεφάλους και χρόνια κούραση. Η επίδραση της άπνοιας κατά τον ύπνο στα βλέφαρα και τον οφθαλμό γενικότερα είναι σημαντική και δεν πρέπει να διαλάθει της προσοχής μας.
Μια πρόσφατη μελέτη που προήλθε από τα Πανεπιστημιακά νοσοκομεία της Οξφόρδης (Oxford) και του Νιούκαστλ (Newcastle) της Μεγάλης Βρετανίας δημοσιεύθηκε το Μάιο 2018 στο επίσημο περιοδικό της Βρετανικής Οφθαλμολογικής Εταιρείας (Eye 2018; 32: 889-903) και μας δίνει σημαντικές πληροφορίες για τα οφθαλμολογικά συμπτώματα και τη συχνότητα αυτών σε ασθενείς με άπνοια ύπνου. Σύμφωνα με την παραπάνω έρευνα οι ασθενείς με άπνοια ύπνου και παχυσαρκία έχουν αυξημένες πιθανότητες να εμφανίσουν το «σύνδρομο χαλαρού βλεφάρου», που σημαίνει ότι λόγω της υπερβολικής χαλαρότητας στο βλέφαρο, μπορούμε να αναστρέψουμε το άνω βλέφαρο με μεγάλη ευκολία [Εικ.1] ή να γυρίσουμε το κάτω βλέφαρο προς τα έξω δίχως να ασκήσουμε ιδιαίτερη δύναμη [Εικ.2]. Αυτές οι παθολογικές καταστάσεις μπορούν να οδηγήσουν σε εκτρόπιο του κάτω βλεφάρου και βλεφαρόπτωση ή ακόμα και εντρόπιο του άνω βλεφάρου.
Το «σύνδρομο χαλαρού βλεφάρου» εμφανίζεται αρχικά με έντονη ερυθρότητα και ξηροφθαλμία, καθώς και αυξημένη παραγωγή βλέννας που προκαλούν ενόχληση και αίσθημα ξένου σώματος στον ασθενή (νιώθει σαν να έχει άμμο στα μάτια του). Στο επόμενο στάδιο της νόσου, ο ασθενής παρουσιάζει επαναλαμβανόμενες μολύνσεις του ματιού οι οποίες δεν παρουσιάζουν πλήρη ίαση παρόλη την αντιβιοτική αγωγή. Στο τελικό επίπεδο του «συνδρόμου χαλαρού βλεφάρου» ο ασθενής καθίσταται δυσλειτουργικός, καθώς δυσκολεύεται να φέρει εις πέρας τις καθημερινές του δραστηριότητες λόγω του ανυπόφορου καύσου που αισθάνεται και συχνά της αδυναμίας να ανοίξει τα μάτια του από τον πόνο και την ενόχληση. Η θεραπεία της νόσου περιλαμβάνει τοπική ενστάλαξη τεχνητών δακρύων ανά τακτά χρονικά διαστήματα και αντιβιοτικών κολλυρίων. Σε περιπτώσεις παρατεταμένης ενόχλησης, ο ασθενής ενδέχεται να χρειαστεί χειρουργική επέμβαση ανάλογα με το είδος της βλάβης που εμφανίζει στα βλέφαρα του (π.χ. σε περίπτωση εκτροπίου θα χρειαστεί χειρουργική αποκατάσταση αυτού με την κατάλληλη χειρουργική μέθοδο). Ωστόσο, κάθε ασθενής με «σύνδρομο χαλαρού βλεφάρου» θα πρέπει να παραπέμπεται σε ειδικό Πνευμονολόγο για την περαιτέρω διερεύνηση και αντιμετώπιση της άπνοιας ύπνου.
Η άπνοια ύπνου, πέρα από το «σύνδρομο χαλαρού βλεφάρου», σχετίζεται και με άλλες οφθαλμολογικές παθήσεις όπως η εμφάνιση γλαυκώματος, ο κερατόκωνος, η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια και η ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας. Οι προαναφερθείσες παθήσεις είναι ιδιαίτερα σοβαρές και ενδέχεται να οδηγήσουν σε μείωση της όρασης εφόσον παραμείνουν αδιάγνωστες ή δίχως την κατάλληλη θεραπεία. Κατά συνέπεια η άπνοια ύπνου ενδέχεται να συνδέεται με ποικίλα συμπτώματα και μπορεί να προκαλέσει σημαντικές βλάβες στα βλέφαρα και το μάτι που δεν πρέπει να παραμείνουν χωρίς την απαραίτητη θεραπευτική αγωγή.
Εικ.1
Εικ.2